βισκόζη

βισκόζη
Κολλοειδές κυτταρινικό διάλυμα, που σχηματίζεται κατά την αντίδραση της αλκαλικής κυτταρίνης (κυτταρίνη σε υδάτινο διάλυμα καυστικού νατρίου) με διθειούχο άνθρακα. Η β. είναι διάλυμα ιξώδες, με πυκνότητα 1,12 γρ./κ.εκ. Έχει χρώμα ανοιχτό πορτοκαλί και, αν υπάρχουν προσμείξεις, καστανό προς το πράσινο. Κύρια πηγή της β. είναι η κυτταρίνη που παράγεται από το ξύλο. Χρησιμεύει επίσης στην παραγωγή τεχνητών μεταξωτών, μεμβρανών (σελοφάν), συνθετικών καλυμμάτων κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • σελοφάν — Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”